- ακόνημα
- το [ακονώ]το ακόνισμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] … Dictionary of Greek
θήξις — θῆξις, ἡ (ΑΜ) [θήγω] μσν. ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος» 2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξει αμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή … Dictionary of Greek
ακόνισμα — ακόνισμα, το και ακόνημα, το, ατος το τρόχισμα: Τα ψαλίδια δεν ήταν γι ακόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)